-
1 προσβάλλω
A strike, dash against,ποτὶ σκῆπτρον βάλε γαίῃ Il.1.245
; ἁψῖδα πέτρῳ π. letting it dash against.., E.Hipp. 1233; τὸν πρὶν ὄλβον ἕρματι π. having wrecked his happiness on a reef, A.Eu. 564 (lyr.); π. τινὰς ὥσπερ θηρία τινί set them on him, D.18.322; of attacking,πύλαισι.. π. λόχον A.Th. 460
;π. δόρυ τισί E.Ph. 728
;παισὶ χεῖρα Id.Alc. 307
; but freq. without any notion of violence, apply, μαλακὰν χέρα π. [ἕλκει], of a surgeon, Pi.P.4.271; of cupping instruments, Hp.VM22 ([voice] Pass.), Aen.Tact.11.14, Gal.11.93: generally,τὰ μὲν αὐτὰ προσέβαλε S.Tr. 844
(lyr.); προσβαλοῦσ' ὅσα.. εἶπε applying, carrying out.., ib. 580;τι πρός τι Pl.Ti. 36b
;τὴν ὄψιν πρός τι Id.Tht. 193c
; mostlyτί τινι, παρειὰν π. παρηΐδι E.Hec. 410
;κλιμάκων ὀρθοστάτας πύλῃσιν Id.Supp. 498
;ὄμματα τέκνοις Id.Med. 860
(lyr.):—[voice] Pass., κέρασι χρυσᾶ στόμια προσβεβλημένοις having golden mouthpieces affixed, A.Fr. 185.b Math., draw a straight line to meet, ποτί c. acc., Archim.Spir.6, al.2 assign to, procure for,κέρδος ἡμῖν Hdt.7.51
; [Λακεδαιμονίοισι] Ὀλυμπιάδα gave them the honour of an Olympic victory, Id.6.70; π. ἄσην τῷ πατρί cause him distress, Id.1.136;π. μελέταν σοφισταῖς Pi.I.5(4).29
;κακὸν πόλει A.Pers. 781
;μοι διπλᾶς ὁδούς Id.Pr. 951
;ἐμοὶ ὠδῖνας S.Tr.42
;εὔκλειαν σαυτῇ τε κἀμοί Id.El. 974
;μή σοί τιν' αἰσχρὰν π. κληδόνα E. Alc. 315
; π. τινὶ ἔγκλημα, αἰτίαν, Antipho 4.2.4,3.2.4;π. τινὶ αἰσχύνην Pl.Lg. 878c
; π. δεῖμα πατρί, Lat. incutere timorem alicui, E. Ion 584;ὀργὰς ἀκόρεστά τε νείκη Id.Med. 640
(lyr.);συμφορὰς καὶ νόσους τισί Lys.Fr.53
; ὅρκον π. τινί lay an oath upon him, S.Tr. 255; π. τὴν ἑαυτῶν μορφήν τισι contribute their own form, i.e. be like them, Ael.NA14.12.b knock down to a bidder at auction,οἰκίαν PEleph.25.4
(iii B.C.):—[voice] Med., UPZ 114i24 (ii B.C.).c place at a buyer's disposal,αὐτῷ ἱερεῖα PCair.Zen.161.5
(iii B.C.):—[voice] Med., προσεβαλόμεθα τὰ παρ' ἡμῶν we accepted an offer for our crop.., ib.354.22 (iii B.C.).d deliver corn as payment,προσβέβληκεν ἐπὶ θησαυρὸν PRyl.200.1
(ii A.D.), cf. POxy.1440.1 (ii A.D.), etc.; pay in money, PRyl.217.1 (ii A.D., [voice] Pass.), PLond.3.1164 (k) 19 (iii A.D., [voice] Pass.).3 with acc. of the object struck, ἀρούρας π., of the Sun, strike the earth with his rays, Il.7.421, Od.19.433;μή σε π. πέμφιξ A.Fr. 205
; of smells, ;ὀσμὴ π. τὰς ῥῖνας Ael.NA13.21
; χρῶμα οὔτε τὸ προσβάλλον οὔτε τὸ προσβαλλόμενον neither that which strikes [the eye] nor that which is struck, Pl.Tht. 154a; τοὺς ἄνδρας ἠχὼ π. Philostr.VA6.26;π. σε τὸ λιτὸν καὶ αὐτοφυὲς τῆς μούσης Philostr.Jun.Im.10
.4 with acc. of the thing thrown, ἀτμὸν βαρὺν π. D.S.2.12 (v.l. προβ-), cf. Ael.NA14.22;τράγου ὀσμήν Dsc.4.50
;πνοιήν τινι Luc.Syr.D. 30
; of taste, γευσαμένῳ ὅμοιόν τι μήλῳ π. Dsc.4.6, cf. Gal.Vict. Att.1.3: also c. gen., τὰ κρέα ἰχθύων π. sends [a smell] of fish, Str.15.2.2; κνίσης π. Ael.NA14.27; ἰχθυηρᾶς ὀσμῆς π. ib.20: metaph., to be redolent of, τέχνης, Στωικῆς ταλαιπωρίας, Phld.Rh. 2.218,293 S.5 c. dat., attend to, οἷς εἴπαμεν ib.271 S.: abs., Plot.5.5.10.6 μή μ' ἀνάγκῃ προσβάλῃς τάδ' εἰκαθεῖν do not drive me by force to.., S.OC 1178.7 add, throw into the bargain, Antiph.206.5; add an ingredient, Philum.Ven.10.2, Sammelb. 7350.9 (iii/iv A.D.).II intr., strike against, make an attack or assault upon, ; αὐτοῖς, ἀλλήλοις, E.Ph. 724, Th. 1.49; τῇ Οἰνόῃ, τῷ φρουρίῳ, etc., Id.2.19,93, etc.; alsoπρὸς τὸ τεῖχος Hdt.3.155
, 9.86;πρὸς τὰ τείχη Lys.14.33
;πρὸς τὴν πόλιν Th.2.56
;πρὸς τοὺς ὁπλίτας X.An.6.3.6
; πρὸς τὸν λόφον ib.4.2.11: abs., attack, charge, Hdt.7.211, 9.22,25; προσβαλὼν αἱρεῖ τὴν πόλιν by assault, X.HG1.6.13.2 put in with a ship,ἐς τὸν λιμένα Th.8.101
;πρὸς Τάραντα Id.6.44
: c. dat., Σικελίᾳ ib.4;Ἰωνίᾳ Id.8.12
, cf. SIG456.36 (Cos, iii B.C.).3 generally, collide, ; impinge,πρὸς ὄψιν ἢ πρὸς ἀκοήν Id.R. 401c
, cf. Arist.Col. 792a20;ὀσμὴ π. τινί Thphr.HP9.7.1
, D.S.2.19; of winds, Arist.Pr. 947a22; σεισμὸς τῇ Κρήτῃ π. Philostr.VA4.34; π. τοῖς ἄρχουσιν approach them, Plu.Nic.30;ἐκ τῆς Ἀσίας τῇ Ἀττικῇ Id.Phoc.21
; light upon, in argument, Anon.Lond.37.54.B [voice] Med., ταύτην οὔτ' ἔπεϊ προτιβάλλεαι, οὔτε τι ἔργῳ payest no heed to, Il.5.879; but also, throw oneself upon another's protection, A.R.4.1046; π. γυναικὶ περὶ ἀφροδίτης make advances, Sch.Ar.Eq. 514; associate with oneself, Opp.H.5.98.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσβάλλω
См. также в других словарях:
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Κνωσός — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, 5 χλμ. ΝΑ του Ηρακλείου. Τα ερείπιά της καλύπτουν, με σχεδόν συνεχή κατοίκηση, μια εκτεταμένη χρονική περίοδο που ξεκινά από τα πρώτα νεολιθικά χρόνια (περ. 6000 π.Χ.) και τελειώνει στο τέλος της πρώτης βυζαντινής… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek